περιπρό — very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπρό — Α (επικ. τ.) επίρρ. 1. μπροστά και γύρω από κάτι 2. μτφ. πάρα πολύ, εξαιρετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρό με επίρρμ. χρήση «εμπρός»] … Dictionary of Greek